- εὐῆλιξ
- εὐῆλιξ, ῐκος, ὁ, ἡ, ([etym.] ἡλικία)A of good stature, Polem.Phgn.5; Στάτιος (στάτης cod.)
ὁ εὐῆλιξ εἴρηται Lyd.Mag.1.23
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὁ εὐῆλιξ εἴρηται Lyd.Mag.1.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευήλιξ — εὐῆλιξ, ὁ, ἡ (ΑΜ) αυτός που έχει ωραίο παράστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήλιξ «τής ίδιας ηλικίας»] … Dictionary of Greek
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
ευήλικος — εὐήλικος, ον (Α) βλ. ευήλιξ … Dictionary of Greek